- αναρροφητής
- [-ήρ (-ήρος)] ο насос
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναρροφητήρας — αναρροφητήρας, ο και αναρροφητής, ο όργανο παραγωγής ρεύματος αέρα με αναρρόφηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)